- διαστόμωσις
- διαστόμ-ωσις, εως, ἡ,A expansion, Alex.Aphr.Pr.1.93.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαστομώσει — διαστόμωσις expansion fem nom/voc/acc dual (attic epic) διαστομώσεϊ , διαστόμωσις expansion fem dat sg (epic) διαστόμωσις expansion fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστόμωση — η (Α διαστόμωσις) [διαστομώ] 1. διάνοιξη πόρου, οπής 2. διεύρυνση … Dictionary of Greek